- παροριστής
- παρορ-ιστής, οῦ, ὁ,A encroacher, Lemma to AP11.209 (Ammian.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παροριστής — ὁ, Α [παρορίζω] καταπατητής, σφετεριστής … Dictionary of Greek
παρορισταί — παροριστής encroacher masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)